χαλαστραίος

χαλαστραίος
-αία, -ον, Α
1. αυτός που προέρχεται από την πόλη τού Θερμαϊκού Κόλπου Χαλάστρα
2. φρ. «νίτρον χαλαστραῑον» ή, απλώς, «τὸ χαλαστραῑον» — σόδα από λίμνη κοντά στη Χαλάστρα, που την χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο τών ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χαλάστρα, κωμόπολη κοντά στην Θεσσαλονίκη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. Θηβ-αῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χαλαστραῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλαστραῖον — Χαλαστραῖος of masc acc sg Χαλαστραῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλαστραῖα — Χαλαστραῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλαστραία — Χαλαστραί̱ᾱ , Χαλαστραῖος of fem nom/voc/acc dual Χαλαστραί̱ᾱ , Χαλαστραῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλαστραίων — Χαλαστραί̱ων , Χαλαστραῖος of fem gen pl Χαλαστραί̱ων , Χαλαστραῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλεστραίον — τὸ, Α βλ. χαλαστραῖος …   Dictionary of Greek

  • Χαλαστραίοις — Χαλαστραί̱οις , Χαλαστραῖος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλαστραίου — Χαλαστραί̱ου , Χαλαστραῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλαστραίῳ — Χαλαστραί̱ῳ , Χαλαστραῖος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”